- ρόχαλο
- το, Νη ροχάλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < *αρχ. ῥόγχαλον, πιθ. < ῥογχαλίζω* υποχωρητικά (πρβλ. ῥογχαλίζω: ροχαλίζω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεροχαλίζομαι — αποβάλλω φλέγματα, αποχρέμπτομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + ρόχαλο «φλέγμα»] … Dictionary of Greek
ροχάλα — και ρουχάλα, η, Ν απόχρεμμα, φτυσιά σάλιου και βλέννας από τους βρόγχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρόχαλο + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κεφάλα)] … Dictionary of Greek
χρέμμα — ατος, τὸ, Α [χρέμπτομαί] φλέμα, απόχρεμμα, ρόχαλο … Dictionary of Greek
χρέμπτομαι — Α (αποθ.) 1. βήχω για να βγάλω φλέμα από τους βρόγχους, για να φτύσω το απόχρεμμα, βγάζω ρόχαλο 2. φρ. «αἱματῶδες χρέμπτομαι» εκβάλλω αίμα με βήξιμο (Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. χρέμπτομαι, κατά την πιθανότερη άποψη, πρέπει να συνδεθεί με το ρ.… … Dictionary of Greek
πτύελο, το — και πτύαλο το αυτό που φτύνεται, το φτύσμα, το απόχρεμα, το φλέμα, το ρόχαλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ροχάλα — ροχάλα, η και ρόχαλο, το βλεννώδες πτύελο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φλέγμα — το, ατος 1. βλεννώδης ύλη που εκκρίνεται από τις ρινικές κοιλότητες, η μύξα. 2. η βλέννα που προέρχεται από τους βρόγχους, το φλέμα, το ρόχαλο: Βήχει και βγάζει πολλά φλέγματα. 3. μτφ., ψυχραιμία, απάθεια, ασυγκινησία: Βρετανικό φλέγμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)